προσεπισπώμαι

προσεπισπώμαι
-άομαι, Α
παίρνω επίσης με το μέρος μου, προσελκύω επίσης προς το μέρος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπισπῶμαι «σύρω προς το μέρος μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”